- σημαιοστολισμός
- ο, Ν1. (σχετικά με χώρο ή κτήρια) ανάρτηση, τοποθέτηση σημαιών («για την εθνική επέτειο θα γίνει επίσημος σημαιοστολισμός»)2. μτφ. διακόσμηση, καλλωπισμός3. ναυτ. α) «μεγάλος σημαιοστολισμός» — η πρόσδεση σημαιών και σημάτων σε συρματόσχοινα από το κοντάρι τής σημαίας τής πρύμνης ώς το κοντάρι τού επισήμου στην πλώρη και η έπαρση τών εθνικών σημαιών στα πόμολα τών καταρτιών β) «μικρός σημαιοστολισμός» — η έπαρση τών εθνικών σημαιών στα πόμολα τών καταρτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαιοστολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.